- ξυλόκερκος
- ο (Μ ξυλόκερκος)(στο Βυζάντιο) το θέατρο που ήταν κατασκευασμένο από ξύλομσν.ως κύριο όν. μία από τις πύλες τής Κωνσταντινούπολης, η Κερκόπορτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρκος* «ουρά τών ζώων»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλόκερκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκέρκου — ξυλόκερκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόκερκον — ξυλόκερκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυλοκερκίται — Ξυλοκερκῑται και Ξυλοκερκῆται, οἱ (Μ) [ξυλόκερκος] οπαδοί τού Ιωάννη Χρυσοστόμου, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι επειδή μετά την αποπομπή του από τον ναό συγκεντρώθηκαν όλοι σε μια από τις πύλες τής Κωνσταντινούπολης που ονομαζόταν Ξυλόκερκος … Dictionary of Greek
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek